- ένθημα
- το (Α ἔνθημα) [εντίθημι]ένθεμα*νεοελλ.γραμμ. επίθημα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθήματα — ἔνθημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν … Dictionary of Greek
πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… … Dictionary of Greek
αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek